- φρεσκοκομμένος
- -η, -οαυτός που κόπηκε πριν από λίγο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρεσκοκομμένος — η, ο, Ν πρόσφατα κομμένος («φρεσκοκομμένα φρούτα») … Dictionary of Greek
νεοσπάς — νεοσπάς, ό και ἡ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που πριν από λίγο αποσπάστηκε ή αποκόπηκε, φρεσκοκομμένος («λούσαντες ἁγνὸν λουτρὸν ἐν νεοσπάσιν θαλλοῑς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σπάς (< θ. σπαδ τού σπάω), πρβλ. οδυνο σπάς] … Dictionary of Greek
νεόκοπος — και νιόκοπος, η, ο (Α νεόκοπος, ον) 1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος 2. (κατ επέκτ.) ο πρόσφατος νεοελλ. 1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία 2.… … Dictionary of Greek
νεότομος — νεότομος, ον (Α) 1. (για τη γη) αυτός που ανοίχθηκε πρόσφατα με τη βοήθεια αρότρου 2. (για χτύπημα) αυτό που καταφέρθηκε πρόσφατα 3. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος («φέρομεν ἐξ ὄρεος ἕλικα νεότομον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + … Dictionary of Greek
νωπός — ή, ό (Μ νωπός, ή, όν) 1. (κυριολ. και μτφ.) φρέσκος, πρόσφατος (α. «νωπό κρέας» β. «νωπές ειδήσεις») 2. (για καρπούς και άνθη) αυτός που κόπηκε προ ολίγου, φρεσκοκομμένος 3. (για έδαφος) αυτός που σκάφτηκε πρόσφατα 4. αυτός που δεν έχει ακόμη… … Dictionary of Greek
νωπός — ή, ό 1. για τρόφιμα, φρέσκος: Νωπό κρέας. – Nωπό βούτυρο. 2. για καρπούς και άνθη, αυτός που μόλις κόπηκε, ο φρεσκοκομμένος. 3. ο πρόσφατος, αυτός που είναι ακόμη υγρός: Νωπός, ακόμα ο τάφος του άντρα της και το ριξε στο γλέντι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)